- τετραΐζω
- τετραΐζω,A suffer from quartan fever, Cyran.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραΐζω — Α υποφέρω από τεταρταίο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεταρταΐζω κατ επίδραση τών σύνθ. με α συνθετικό τετρ(α) *] … Dictionary of Greek
τετραίζοντας — τετραίζω suffer from quartan fever pres part act masc acc pl τετραΐζοντας , τετραίζω suffer from quartan fever pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)